φαρμασόνος

φαρμασόνος
ο масон; франк-масон (уст. ); фармазон (прост, уст. )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φαρμασόνος" в других словарях:

  • φαρμασόνος — φαρμασόνος, ο και φραμασόνος, ο θηλ. όνα (λ. ιταλ.) 1. ο μασόνος, ο ελεύθερος τέκτονας. 2. (με παρετυμολογία από το φαρμάκι) πικρόχολος, κακεντρεχής: Δεν ακούς καλή κουβέντα απ αυτόν είναι φαρμασόνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαρμασόνος — ο, Ν βλ. φραμασόνος …   Dictionary of Greek

  • фармазон — род. п. а, народн. армизон, череповецк. (Герасим.), стар. фран масон (Пушкин), польск. farmazon. Из франц. franc mac̨on, буквально вольный каменщик ; см. Брюкнер 118; Малиновский, РF I,307; Карлович 152. Перестановку r в польск. Малиновский… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • μασόνος — ο 1. τέκτων, ελευθεροτέκτων, αλλ. φραμασόνος και φαρμασόνος 2. μτφ. α) άνθρωπος ύπουλος, με ύποπτες προθέσεις β) άνθρωπος επίμονος, πεισματάρης, δύσκολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. massone «τέκτων, κτίστης»] …   Dictionary of Greek

  • φραμασόνος — και φαρμασόνος, ο, Ν ο μασόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. frammassone < αγγλ. freemason < free «ελεύθερος» + mason «μασόνος, τέκτονας»] …   Dictionary of Greek

  • farmazon — FARMAZÓN, OÁNĂ, farmazoni, oane, s.m. şi f. (pop.) Vrăjitor. ♦ fig. Om şiret, viclean. – Din rus. farmazon. Trimis de cornel, 06.05.2004. Sursa: DEX 98  FARMAZÓN s. v. vrăjitor. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime  …   Dicționar Român

  • φραμασόνος — ο βλ. φαρμασόνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»